άκοπος

άκοπος
(I)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον) (και άκοβος, -η, -ο)
αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.)
2. όποιος δεν έχει αλεστεί (σιτάρι, καφές κ.λπ.)
3. εκείνος που δεν μπορεί ή είναι δύσκολο να κοπεί «σκληρό ξύλο
άκοβο»
4. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το κύρος του
«άκοπα έθιμα»
5. αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά
«άκοπο ψαλίδι»
αρχ.
όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κόπος < κόπτω].
————————
(II)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον)
αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει
«άκοπη εργασία»
αρχ.
«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο ακούραστος
«ἄκοπος κατακινεῑσθαι» (Πλάτ.)
2. αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῡμαι τοὺς περιπάτους
φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους εἶναι τῶν ἐν τοῑς δρόμοις» (Πλάτ.)
3. ἡ ἄκοπος (Γαληνός) ή τὸ ἄκοπον (Γαληνός, Διοσκορίδης)
το δυναμωτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κόπος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. άκοπα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄκοπος — unwearied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοπώτερον — ἄκοπος unwearied masc acc comp sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp sg ἄκοπος unwearied adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατα — ἄκοπος unwearied adverbial superl ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατον — ἄκοπος unwearied masc acc superl sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόπως — ἄκοπος unwearied adverbial ἄκοπος unwearied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοπον — ἄκοπος unwearied masc/fem acc sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρους — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρως — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτερα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”